- λησταρχείο(ν)
- το разбойничий притон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λησταρχείο — το (Μ λῃσταρχεῑον) [λήσταρχος] το καταφύγιο τού ληστάρχου και τών ληστών τής συμμορίας του νεοελλ. μτφ. κατάστημα όπου γίνεται αισχροκέρδεια, υπερβολικά ακριβό κατάστημα … Dictionary of Greek
λησταρχείο — το το καταφύγιο του λήσταρχου και της συμμορίας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται … Dictionary of Greek